αδήριτος

αδήριτος
-η, -ο
ακαταμάχητος, ακατανίκητος: Βρέθηκε στην αδήριτη ανάγκη να πουλήσει το σπίτι του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀδήριτος — ἀδήρῑτος , ἀδήριτος without strife masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδήριτος — ἀδήρητος, ον (Α) [δηρίομαι] 1. ο δίχως μάχη ή αγώνα 2. αδιαφιλονίκητος, αδιαμφισβήτητος 3. ακαταμάχητος, ακατανίκητος …   Dictionary of Greek

  • ἀδηρίτω — ἀδηρί̱τω , ἀδήριτος without strife masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀδηρί̱τω , ἀδήριτος without strife masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδηρίτως — ἀδηρί̱τως , ἀδήριτος without strife adverbial ἀδηρί̱τως , ἀδήριτος without strife masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδήριτον — ἀδήρῑτον , ἀδήριτος without strife masc/fem acc sg ἀδήρῑτον , ἀδήριτος without strife neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άδηρις — ἄδηρις ( ιος), ο, η (Α) [δῆρις] ο δίχως μάχη ή αγώνα, αδήριτος* …   Dictionary of Greek

  • ἀδηρίτου — ἀδηρί̱του , ἀδήριτος without strife masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδηρίτων — ἀδηρί̱των , ἀδήριτος without strife masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδηρίτῳ — ἀδηρί̱τῳ , ἀδήριτος without strife masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδήριτα — ἀδήρῑτα , ἀδήριτος without strife neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”